- αναιτιότητα
- ηη έλλειψη υπαιτιότητας, η αθωότητα: Η αναιτιότητά του στην υπόθεση αυτή είναι φανερή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αναιτιότητα — η το αβάσιμο μιας κατηγορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναίτιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο νομοτεχνικό Ιταλοελληνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
αναίτιος — ια, ιο (Α ἀναίτιος, ιον και ιος, ία, ιον) 1. ο μη αίτιος, μη υπεύθυνος, ανεύθυνος, αθώος 2. επίρρ. αναίτια (αρχ. ως), χωρίς αιτία, αδικαιολόγητα αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναίτιον αυτό που δεν είναι ή δεν θεωρείται ως αιτία 2. φρ. «οὐκ ἀναίτιόν… … Dictionary of Greek
αναίτιος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν είναι ένοχος, ο αθώος: Αυτός είναι αναίτιος για όσα έγιναν. 2. αυτός που έγινε χωρίς αιτία, αδικαιολόγητος: Η εναντίον μου επίθεση είναι αναίτια. 3. το ουδ. ως ουσ., το αναίτιο η αναιτιότητα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)